ονειρευτός

ονειρευτός
η , ό[ν]
1) сказочно красивый, волшебный, прелестный; идеальный; 2) желанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ονειρευτός" в других словарях:

  • ονειρευτός — ή, ό 1. αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο 2. μαγευτικός, θεσπέσιος («ονειρευτή ομορφιά») 3. μτφ. περιπόθητος («κάποιου ονειρευτού σου θεού τη χάρη», Παλαμ.). επίρρ... ονειρευτά με ονειρευτό τρόπο, όπως στα όνειρα, ονειρεμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ονειρώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο όμοιος με όνειρο, ο φανταστικός, ο εξαιρετικά ωραίος, αλλ. ονειρευτός: Ονειρώδης διακόσμηση κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμυθένιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει ή συμβαίνει σε παραμύθι, φανταστικός, ιδανικός, απερίγραπτος, ονειρευτός: Ο παραμυθένιος κόσμος των παιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»